λυτρωτικός

λυτρωτικός
η , ό[ν] избавляющий, освобождающий; спасающий; спасительный, освободительный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λυτρωτικός" в других словарях:

  • λυτρωτικός — ή, ό (Μ λυτρωτικός, ή, όν) [λυτρωτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λυτρωτή, σωτήριος …   Dictionary of Greek

  • λυτρωτικός — ή, ό αυτός που λυτρώνει, που σώζει, που απαλλάσσει από κάποιο κακό: Η λυτρωτική επιχείρηση του στρατού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυαίος — λυαῑος, αία, ον (Α) 1. (ως επίθ. τής Μεγάλης Μητρός) αυτός που απαλλάσσει από τα βάσανα, που λυτρώνει, ελευθερωτικός, λυτρωτικός («κακῶν λυαία», Τιμόθ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λυαῑος προσωνυμία τού Διονύσου, ο οποίος έλυνε τα δεσμά τών… …   Dictionary of Greek

  • παυστήριος — ον, Α [παυστήρ] 1. ο κατάλληλος για κατάπαυση, απαλλαγή ή ανακούφιση από κάτι, ανακουφιστικός, λυτρωτικός («Φοῑβος... νόσου παυστήριος», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παυστήριον α) η ανακούφιση, το ξαλάφρωμα β) εμπόδιο, φραγμός 3. (το ουδ. πληθ. ως …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»